πίτυλος

πίτυλος
-ον, Α
μανιώδης, παράφορος, παράφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.].
————————
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα
αρχ.
1. (στην κωπηλασία) γρήγορη και ρυθμική κίνηση τών χεριών
2. το πλατάγισμα τού νερού που οφείλεται στη ρυθμική κίνηση τών κουπιών
3. κάθε ήχος που επαναλαμβάνεται με ταχύτητα και με κανονικότητα και ο οποίος προέρχεται από την καταφορά υγρού και ιδίως νερού («πολλῶν δακρύων ἔσται πίτυλος», Ευρ.)
4. ήχος παραγόμενος από το επαναλαμβανόμενο στηθοκόπημα ανθρώπου που θρηνεί («ἄρασσε κρᾱτα πιτύλους διδοῡσα χειρός», Ευρ.)
5. ήχος προερχόμενος από τα πλήγματα πυγμάχων
6. μτφ. α) (για βίαιες και παράφορες κινήσεις) έφοδος, εφόρμηση
β) προσβολή πάθους, όπως λ.χ. μανίας, φόβου
γ) μόχθος, προσπάθεια
7. φρ. α) «ἑνὶ πιτύλω»
μτφ. όλοι με μια φωνή, ομόφωνα
β) «πίτυλος σκύφου» — η επίδραση τού κρασιού στον πότη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το ρ. πίπτω (για το θ. πιτ
βλ. λ. πίτ-νω). Η άποψη ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., η οποία μιμείται τον ήχο τών κουπιών, δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πίτυλος — sweep masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύλοιν — πίτυλος sweep masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύλοις — πίτυλος sweep masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύλους — πίτυλος sweep masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύλων — πίτυλος sweep masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτύλῳ — πίτυλος sweep masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίτυλον — πίτυλος sweep masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) —     pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā )     English meaning: to fall; to fly     Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen”     Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • -υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …   Dictionary of Greek

  • ευήρης — εὐήρης, ες (Α) 1. (για κουπιά) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν», Ομ. Οδ. β. «νεὼς εὐήρης πίτυλος» ο πάταγος τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, Ευρ.) 2. ο κατάλληλος για κάτι («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”